- ομοιοκατάληκτος
- ος , ον рифмующийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ομοιοκατάληκτος — η, ο (ΑΜ ὁμοιοκατάληκτος, ον) (για στίχους) αυτός που έχει την ίδια κατάληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + καταλήγω (πρβλ. μακρο κατάληκτος)] … Dictionary of Greek
ὁμοιοκαταλήκτως — ὁμοιοκατάληκτος ending alike adverbial ὁμοιοκατάληκτος ending alike masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοκατάληκτον — ὁμοιοκατάληκτος ending alike masc/fem acc sg ὁμοιοκατάληκτος ending alike neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοκαταλήκτοις — ὁμοιοκατάληκτος ending alike masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοκαταλήκτου — ὁμοιοκατάληκτος ending alike masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοκαταλήκτων — ὁμοιοκατάληκτος ending alike masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοκατάληκτα — ὁμοιοκατάληκτος ending alike neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοιοκατάληκτοι — ὁμοιοκατάληκτος ending alike masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομοιοκαταληκτώ — (Α ὁμοιοκαταληκτῶ, έω) [ομοιοκατάληκτος] έχω όμοια κατάληξη, είμαι ομοιοκατάληκτος … Dictionary of Greek
ισοκατάληκτος — ἰσοκατάληκτος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει όμοια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κατάληκτος (< καταλήγω), πρβλ. μακρο κατάληκτος, ομοιο κατάληκτος] … Dictionary of Greek
μακροκατάληκτος — η, ο (AM μακροκατάληκτος, ον) (για λέξη) αυτός που καταλήγει σε μακρά συλλαβή, αυτός που έχει τη λήγουσα μακρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + καταληκτός (< καταλήγω), πρβλ. ομοιοκατάληκτος] … Dictionary of Greek